Η ακουστική του Μουσείου της Ακρόπολης

Η ακουστική του Μουσείου της Ακρόπολης

Παρουσίαση: ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ, αρχιτέκτων μηχανικός Ε.Μ.Π.

Εγκεκριμένη αναδημοσίευση από το τεχνικό περιοδικό KTIPIO

Τα μουσεία είναι κτίρια που έχουν μοναδικές απαιτήσεις ακουστικού σχεδιασμού. Απαιτήσεις που εκπορεύονται από το είδος των εκθεμάτων, από το πώς τα εκθέματα σχετίζονται και αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον αλλά και από το είδος των μηνυμάτων που είναι επιθυμητό να προσλαμβάνουν οι επισκέπτες από αυτά.

Ανεξάρτητα από το αν τα εκθέματα προβάλλονται μόνα τους ή με την υποστήριξη οπτικοακουστικού υλικού, η ακουστική παίζει κεντρικό ρόλο στις εμπειρίες που θα αποκτήσει ο επισκέπτης από το “ταξίδι” του δια μέσου των εκθεμάτων.
Στα σύγχρονα κτίρια μουσείων, όπου τα ίδια τα κτίρια δεν έχουν (ακόμη) παρελθόν, αλλά καλούνται να στεγάσουν και να προβάλουν αντικείμενα ανυπολόγιστης αξίας, καλλιτεχνικής, ιστορικής και πολιτιστικής, και που πολλές φορές προσπαθούν να αντιπαρατεθούν με τους θησαυρούς που περικλείουν, ο ρόλος της ακουστικής είναι ακόμη πιο σημαντικός, διότι (και) η ακουστική καλείται να συμβάλει στη δημιουργία περιβάλλοντος, κατάλληλου για να αναδειχθούν τα εκθέματα ως έργα τέχνης και μνημεία και όχι απλώς να προβληθούν σαν αντικείμενα ενός λαμπερού, πολυτελούς, πολύβουου και πολυάνθρωπου πολιτιστικού super market, στο οποίο το κοινό πηγαινοέρχεται μπερδεμένο για το τι πρέπει να πρωτοθαυμάσει, το κτίριο ή τα εκθέματα.
Στο κτίριο του Μουσείου της Ακρόπολης τα μηνύματα προς τον επισκέπτη είναι ακόμη πιο πολλά και η κατάσταση είναι ακόμη πιο πολύπλοκη. Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι ένα κτίριο σύγχρονο σε εμφάνιση, κατασκευή και υποδομές. Από τη μία πλευρά η συγκλονιστική θέα του Ιερού Βράχου της Αθήνας. Από την άλλη η απογοήτευση μιας άλλης Αθήνας, της σημερινής. Από μέσα ένα κτίριο που και χωρίς εκθέματα θα μπορούσε να είναι από μόνο του έκθεμα. Και τέλος τα “Μάρμαρα”, όμως (αναγκαστικά) αποκομμένα από το φυσικό τους περιβάλλον, αυτό που από μόνο του αιώνες τώρα πολλαπλασιάζει μέχρι σήμερα στο ανυπολόγιστο την αξία των γλυπτών.
Με αυτά τα δεδομένα ο ρόλος και ο στόχος της ακουστικής του Μουσείου της Ακρόπολης ήταν σαφής: Να δημιουργήσει ακουστικές συνθήκες τέτοιες, που θα ενθάρρυναν τους επισκέπτες (η πλειονότητα των οποίων –κυρίως των ξένων– δεν έχει τις βασικές ιστορικές και πολιτιστικές υποδομές) να προσλαμβάνουν τα μηνύματα και τις διδαχές των συγκεκριμένων εκθεμάτων και της εποχής τους, μνημείων που παιδεύουν και μιλούν όντας σιωπηλά.
Να δημιουργήσει συνθήκες υπό τις οποίες ο επισκέπτης θα μπορεί να σταθεί εμπρός από τις Καρυάτιδες ή τη (λειψή) ζωφόρο και να θαυμάσει, να σκεφθεί, να κατανοήσει, να νοιώσει, να ελπίσει, να αναγεννηθεί, έστω και αν γύρω του το πλήθος, τα χρώματα, οι εικόνες που έρχονται από παντού προσπαθούν να του αποσπάσουν την προσοχή. Τουλάχιστον να είναι χαμηλός ο θόρυβος από τις φωνές των (ευπρόσδεκτων) ομάδων, τουριστών και μαθητών, ο θόρυβος από τα μεγάλης ισχύος μηχανήματα κλιματισμού και τα μηχανοστάσια, ο θόρυβος από την κυκλοφοριακή κίνηση έξω από το μουσείο, ο θόρυβος από τις περιγραφές και τα σχόλια των ξεναγών που αποσπούν την προσοχή επειδή μεταδίδουν πληροφορίες για “άλλα” (τα διπλανά) εκθέματα.

Τεχνικές πληροφορίες – αντήχηση

Όταν μέσα σε ένα κλειστό χώρο παράγεται ένας σταθερός ήχος, η ηχητική πίεση στο χώρο αυτόν αυξάνεται βαθμιαία μέχρις ότου φθάσει σε μια σταθερή τιμή.
Αντίστοιχα, όταν η πηγή του θορύβου σταματήσει, περνά πάλι κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι ότου ο ήχος αποσβεσθεί και δεν είναι πια ακουστικός. Αυτό συμβαίνει, επειδή κάθε φορά που το ηχητικό κύμα συναντά μια επιφάνεια, ένα μέρος της ενέργειας απορροφάται, ενώ όσο ανακλάται, προσπίπτει και πάλι σε κάποια επιφάνεια από την οποία και πάλι ένα μέρος απορροφάται και ένα ανακλάται κ.ο.κ. Τελικά, σιγά σιγά ο ήχος γίνεται μη ακουστός. Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η διαδικασία εξαρτάται από δύο παράγοντες, δηλ. από την απορρόφηση που υφίσταται το κύμα όταν συναντά τις επιφάνειες και από τη συχνότητα που αυτό συμβαίνει, πράγμα που σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χώρος, τόσο λιγότερο συχνά τα ηχητικά κύματα θα συναντήσουν απορροφητική επιφάνεια, άρα και τόσο περισσότερο θα διαρκέσουν. Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η διαδικασία της αντήχησης και ο χρόνος που περνά για να εξασθενίσει ο ήχος λέγεται χρόνος αντήχησης. Είναι δε ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες στην ακουστική χώρου. Ακριβέστερα ο χρόνος αντήχησης (T) ορίζεται ως ο χρόνος που χρειάζεται για να εξασθενίσει ο ήχος κατά 60 dB. Ο Sabine κατά τον 19ο αιώνα υπολόγισε ότι ο χρόνος αντήχησης βρίσκεται από τον τύπο:
T = 0,16 V / A+X V
όπου:
T ο χρόνος αντήχησης,
0,16 μια σταθερά για το δεκαδικό σύστημα μέτρησης,
V ο όγκος του χώρου σε m³,
A η ολική απορρόφηση σε μονάδες “Sabine” (A: ΣS1a1, S2a2…Snan, όπου
S1…Sn το εμβαδό σε m² και a1…an οι αντίστοιχοι συντελεστές ηχοαπορρόφησης),
x ο συντελεστής ηχοαπορρόφησης του αέρα.

Οι αίθουσες, στις οποίες έχουν τοποθετηθεί τα εκθέματα, είναι χώροι που έχουν πολύ μεγάλο όγκο, ενώ οι εσωτερικές επιφάνειές τους προβλεπόταν να είναι κατασκευασμένες από ηχοανακλαστικά υλικά (επιχρίσματα, μάρμαρα, γυαλί). Όπως είναι φυσικό, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, η δημιουργία υψηλού χρόνου αντήχησης ήταν δεδομένη. Αυτός ο υψηλός χρόνος αντήχησης θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία υψηλής στάθμης θορύβου μέσα στους χώρους, με ό,τι αυτό συνεπάγετο για την παιδευτική λειτουργία του μουσείου.

Τα μέτρα που ελήφθησαν

Οροφές
Σε όλους τους χώρους των εκθεμάτων αλλά επίσης στο χώρο υποδοχής της εισόδου, στο εστιατόριο, στο αναψυκτήριο και στα πωλητήρια χρησιμοποιήθηκαν ψευδοροφές από πλάκες ανακυκλώμενου γυαλιού με υψηλό δείκτη ηχοαπορρόφησης. Οι πλάκες στη συνέχεια ψεκάστηκαν με ειδικό ηχοδιαπερατό χρώμα.
Τοίχοι αίθουσας Κλιτύων (ράμπας κλιτύων)
Στις προβλεπόμενες από την αρχιτεκτονική μελέτη προκατασκευασμένες πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα, ανάμεσα στις οποίες και στη φέρουσα κατασκευή για λόγους κατασκευαστικούς σχηματίζεται διάκενο, διανοίχθηκαν οπές (διαμέτρου και πλήθους τέτοιων, ώστε η παρέμβαση αυτή να είναι αποδεκτή από τους αρχιτέκτονες).
Πίσω από τις οπές τοποθετήθηκαν πλάκες πετροβάμβακα, ο οποίος καλύφθηκε με υαλοΰφασμα και ελαφρό πλέγμα. Οι οπές συμβάλλουν στη μείωση της αντήχησης και του θορύβου, μέσω δύο διαφορετικών διαδικασιών. Δηλαδή, λειτουργούν ως πορώδεις ηχοαπορροφητικές διατάξεις και ταυτόχρονα ως αντηχεία Helmholz (Helmholz resonators).
Περσίδες της αίθουσας Αρχαϊκών
Η ανατολική πλευρά του κτιρίου (προς την οδό Μακρυγιάννη) διαμορφώνεται με την κατασκευή εναλλασσόμενων υαλοστασίων και μεγάλων “περσίδων”, οι οποίες δημιουργούν μία πριονωτή όψη. Οι περσίδες είναι επενδεδυμένες εσωτερικά και εξωτερικά με φύλλα ανοξείδωτου χάλυβα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ακουστική παρέμβαση ήταν η διάτρηση των ανοξείδωτων φύλλων από την εσωτερική πλευρά του κτιρίου και η τοποθέτηση πλακών πετροβάμβακα στο εσωτερικό των περσίδων.
Η διάταξη αυτή εξασφάλισε υψηλή πρόσθετη ηχοαπορρόφηση στην αίθουσα της αρχαϊκής περιόδου, η οποία λόγω του μεγάλου ύψους της προβλεπόταν ότι θα είχε υψηλό χρόνο αντήχησης και θα ήταν θορυβώδης.
Ηχοπροστασία από το θόρυβο των Η/Μ εγκαταστάσεων
Το κτίριο διαθέτει πέντε μεγάλα μηχανοστάσια, εκ των οποίων τρία εσωτερικά και δύο εξωτερικά.
Τα εσωτερικά μηχανοστάσια αφορούν κυρίως στον κλιματισμό του κτιρίου. Εξ αυτών τα δύο, τα οποία εξυπηρετούν τους εκθεσιακούς χώρους, έχουν χωροθετηθεί αντίστοιχα επάνω από την αίθουσα Νίκης και επάνω από το μεγάλο κλιμακοστάσιο κοινού, που οδηγεί στην αίθουσα του Παρθενώνα. Μ’ αυτή τη χωροθέτηση, τα μηχανοστάσια περιβάλλονται από την αίθουσα του Παρθενώνα (που έχει διπλό ύψος) ούτως, ώστε τοίχοι ή τμήματα τοίχων των μηχανοστασίων να είναι κοινά με τοίχους της αίθουσας.
Τα μηχανοστάσια, δηλαδή, έχουν “μεσοτοιχίες” με τοίχους της αίθουσας του Παρθενώνα, επάνω στους οποίους μάλιστα, εκτίθενται τα γλυπτά της ζωφόρου.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μικρό διατιθέμενο όγκο τους, το πλήθος και την ισχύ των απαιτούμενων κλιματιστικών μονάδων, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια σειρά από ιδιαίτερα δυσεπίλυτα προβλήματα, που σχετίζονταν με τις πολύ μικρές αποστάσεις μεταξύ κλιματιστικών μονάδων και στομίων κλιματισμού, και από την πιθανότητα μετάδοσης κραδασμών στην αίθουσα του Παρθενώνα και στα ίδια τα εκθέματα.
Επιβαρυντικό για την κατάσταση ήταν και το γεγονός ότι το μηχανοστάσιο και η αίθουσα του Παρθενώνα έχουν μεταλλικές στέγες, που σε πολλά σημεία συνδέονται μεταξύ τους. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, απαιτήθηκαν δεκάδες ώρες μελέτης εναλλακτικών λύσεων και συνεργασίας επί τόπου με τους αρμόδιους μηχανικούς του κατασκευαστή, καθώς και σχεδιασμός ηχοπαγίδων και ηχομονωτικών διατάξεων, εξειδικευμένων για κάθε μία από τις κλιματιστικές μονάδες.
Τα άλλα δύο εκ των πέντε μηχανοστασίων βρίσκονται στον περίβολο του μουσείου και είναι τα μηχανοστάσια Η/Ζ και των τεσσάρων, μεγάλης ισχύος ψυκτών του κτιρίου. Ιδιαίτερα το μηχανοστάσιο των ψυκτών ευρίσκεται σχεδόν σε επαφή με το όριο του γηπέδου του μουσείου, πολύ κοντά στις πολυκατοικίες της οδού Χατζηχρήστου και χαμηλά σε σχέση με αυτές. Το γεγονός αυτό καθιστούσε ανεπαρκή τη χρήση ηχοφραγμάτων γύρω από τα μηχανήματα. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκε η λύση της ολοκληρωτικής κάλυψης των ψυκτών.
Όπως είναι γνωστό εν τούτοις, τα ψυκτικά συγκροτήματα απαιτούν πολύ μεγάλες ποσότητες αέρα και αυτό συνεπάγεται μεγάλα ανοίγματα στο κάλυμμα, από τα οποία διαφεύγει υψηλός θόρυβος.
Για το λόγο αυτό στην περίπτωση του μηχανοστασίου του Μουσείου της Ακρόπολης εφαρμόστηκε πρωτότυπη λύση, που συνδύαζε την κλασική λύση τοποθέτησης των ψυκτών εντός ορύγματος με σιγαστήρες στην απόρριψη του αέρα και ειδικές ηχομονωτικές κατασκευές στην προσαγωγή που εμποδίζουν τη διαφυγή του θορύβου προς τα έξω, αλλά επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση και εργασία των συντηρητών μέσα στο χώρο των ψυκτών.

Αποτελέσματα

Στη συνέχεια παρατίθενται ενδεικτικά μερικά αποτελέσματα, που προέκυψαν από μετρήσεις που έγιναν μετά την έναρξη λειτουργίας του μουσείου.
Στην περίπτωση που δεν είχαν ληφθεί μέτρα για τη βελτίωση του ακουστικού περιβάλλοντος ο χρόνος αντήχησης στους ανωτέρω χώρους θα ήταν της τάξεως των 7-8 sec και σε μερικές περιπτώσεις (αιθ. Κλιτύων) θα ξεπερνούσε και τα 12-14 sec.
Η μείωση της αντήχησης που προέκυψε από τις ακουστικές επεμβάσεις είχε ως αποτέλεσμα και την πτώση της στάθμης του αναγενόμενου θορύβου κατά μέσο όρο περί τα 6 dB.
Αυτή η πτώση της στάθμης θορύβου αντιστοιχεί σε υποκειμενική μείωση θορύβου (δηλ. σε μείωση του θορύβου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος) της τάξης του 35%.
Εξάλλου από τις μετρήσεις θορύβου με παρουσία πολύ μεγάλου αριθμού επισκεπτών, προέκυψαν οι ακόλουθες στάθμες (LAeq) μέσα στους χώρους των εκθεμάτων:
Αίθουσα A-SPL dB(A)
Χώρος εισόδου 65,5
Αίθουσα Κλιτύων (ράμπας) 64,5
Αίθουσα Αρχαϊκών 61,1
Εστιατόριο 68,9
Αίθουσα Παρθενώνα 61,4
Οι στάθμες αυτές είναι ιδιαίτερα χαμηλές, αν συγκριθούν με τις στάθμες σε ανάλογους χώρους [ενδεικτικά παραβ. τη στάθμη θορύβου στο εστιατόριο LAeq = 68,9 – 69 dB(A) με τις στάθμες θορύβου που επικρατούν στα συνήθη ανάλογου μεγέθους εστιατόρια και οι οποίες κυμαίνονται περί τα 75 dB(A)].

Επίλογος

Τυπικά, οι προδιαγραφές της μελέτης έχουν ικανοποιηθεί και το ακουστικό περιβάλλον του Μουσείου Ακρόπολης είναι μακράν υψηλότερης ποιότητας από αυτό άλλων ανάλογων μουσείων [1], [2].
Εντούτοις όμως, πέρα από τις προδιαγραφές, αυτές που μετρούνται και ελέγχονται από τα ειδικά ακουστικά όργανα και αφορούν την ακουστική ως επιστήμη και τις τυπικές συμβάσεις μεταξύ εργοδοτών και αναδόχων, υπάρχουν και οι στόχοι –οι πιο ουσιαστικοί–, αυτοί που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή του άρθρου. Όμως οι στόχοι αυτοί δεν είναι μετρήσιμοι, απλώς τους διαισθάνεσαι παρατηρώντας όχι τα εκθέματα αλλά τους θεατές τους.
Και από αυτή την άποψη, το αν η ακουστική του μουσείου πέτυχε τους στόχους της, όπως πιστεύω, ή όχι είναι καθαρά προσωπική εκτίμηση του καθενός.

Αναφορές

[1] Mike Wilson – “Acoustics in Museums” Acoustic interventions during the European demonstration project “Energy efficiency and sustainability in retrofitted and new museum buildings (J0R3-CT95-0013)”.
[2] Guorum Jousdottir “Museum Acoustics” – Joint Baltic – Nordic Acoustics Meeting 2008 17-19 August 2008, Reykjavik, Iceland.

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Θόδωρος Τιμαγένης, μελετητής της ακουστικής του Μουσείου της Ακρόπολης, είναι αρχιτέκτων μηχανικός εξειδικευμένος στον τομέα της ακουστικής. Έχει εκπονήσει μεγάλο αριθμό ακουστικών μελετών υλοποιημένων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Στις ακουστικές μελέτες που έχουν υλοποιηθεί περιλαμβάνονται ενδεικτικά οι μελέτες του Νέου Μουσείου Μπενάκη (οδός Πειραιώς), του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών, του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (του κτιρίου Α –οι μελέτες οριστική και εφαρμογής-, και του κτιρίου Β –η προμελέτη), του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης (του κτιρίου Α, του δε κτιρίου Β η προμελέτη και η οριστική μελέτη), του Πολιτιστικού και Συνεδριακού Κέντρου του Πανεπιστημίου Πατρών, του Ευγενίδειου Πλανηταρίου, του υπό ανέγερση Πολιτιστικού Συνεδριακού Κέντρου Ηρακλείου κ.ά.

Μουσείο Ακρόπολης